Στις 13 Αυγούστου 1968, η Ελλάδα ζούσε ήδη για πάνω από έναν χρόνο υπό τον ασφυκτικό ζυγό της δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Εκείνο το πρωινό, στη Βάρκιζα, ο 29χρονος Αλέκος Παναγούλης –αξιωματικός του στρατού και αποφασισμένος αντιστασιακός– επιχειρεί να χτυπήσει στην καρδιά το καθεστώς, σχεδιάζοντας τη δολοφονία του ίδιου του αρχηγού της χούντας, Γεώργιου Παπαδόπουλου.
Ο Παναγούλης, μέλος της οργάνωσης «Ελληνική Αντίσταση», είχε τοποθετήσει εκρηκτικά στο πέρασμα της αυτοκινητοπομπής του δικτάτορα, κοντά σε μια στροφή στη λεωφόρο Βάρης – Βάρκιζας. Ο μηχανισμός ήταν έτοιμος να πυροδοτηθεί με τηλεχειρισμό την ώρα που το αυτοκίνητο του Παπαδόπουλου θα περνούσε από το σημείο. Ωστόσο, η απόπειρα απέτυχε είτε λόγω τεχνικής αστοχίας, είτε –όπως υποστηρίζουν ορισμένοι– επειδή η αυτοκινητοπομπή πέρασε με διαφορετική ταχύτητα από την αναμενόμενη.
Λίγο μετά, ο Παναγούλης εντοπίζεται και συλλαμβάνεται, ύστερα από καταδίωξη. Υποβάλλεται σε σκληρά βασανιστήρια στη Γενική Ασφάλεια και παραπέμπεται σε δίκη ενώπιον του Έκτακτου Στρατοδικείου. Καταδικάζεται σε θάνατο, αλλά η ποινή δεν εκτελείται ποτέ, καθώς η χούντα προτιμά να τον κρατήσει ζωντανό ως «ζωντανό παράδειγμα αποτροπής» και να τον παρουσιάζει ως αποτυχημένο τρομοκράτη. Θα περάσει πέντε χρόνια σε απομόνωση, στο φρικτό κελί που αργότερα ο ίδιος θα ονομάσει «Τάφο» του.
Ο Παναγούλης θα απελευθερωθεί το 1973, μετά την αμνηστία που χορηγεί το καθεστώς, και θα αναδειχθεί σε εμβληματική μορφή της Μεταπολίτευσης. Εκλέγεται βουλευτής με την Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις, αλλά συνεχίζει να συγκρούεται με το πολιτικό σύστημα, καταγγέλλοντας ακόμη και πρώην συνεργάτες της χούντας που είχαν βρει καταφύγιο στη δημοκρατική Ελλάδα.
Η ζωή του θα τερματιστεί μυστηριωδώς στις 1 Μαΐου 1976, σε τροχαίο δυστύχημα στη λεωφόρο Βουλιαγμένης – ένα περιστατικό που πολλοί θεωρούν πολιτική δολοφονία.